σπούδασον

σπούδασον
σπουδάζω
to be busy
aor imperat act 2nd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • σπουδάσον — σπουδάζω to be busy fut part act masc voc sg σπουδάζω to be busy fut part act neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπουδάζω — ΝΜΑ, και σπουδάχνω Ν ασχολούμαι με κάτι επιμελώς και με προσοχή, μελετώ με προσοχή κάτι ώστε να τό μάθω (α. «σπουδάζει ιατρική» β. «ἐσπούδαζε διδάσκων», Ξεν.) νεοελλ. 1. (μτβ.) α) παρέχω σε κάποιον τα μέσα για να σπουδάσει μια επιστήμη ή τέχνη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”